1/6/11

Θα καταναλώνουμε 140 δισ. τόνους φυσικών πόρων έως το 2050


Στα μέσα του αιώνα ο πλανήτης θα καταναλώνει τρεις φορές περισσότερους φυσικούς πόρους σε σχέση με σήμερα, σύμφωνα με έκθεση του περιβαλλοντικού προγράμματος του ΟΗΕ (UNEP).

Περί τους 140 δισ. τόνους ορυκτών καυσίμων, μεταλλευμάτων και ορυκτών μέχρι το 2050 θα χρησιμοποιεί ετησίως η ανθρωπότητα, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ, κρίνοντας έτσι επιτακτική την αποσύζευξη της κατανάλωσης φυσικών πόρων από την οικονομική ανάπτυξη, καλώντας του παραγωγούς να κάνουν «πιο πολλά με πιο λίγα».
«Αρκετοί πιστεύουν πως τα περιβαλλοντικά "κακά" είναι το αντίτιμο που πρέπει να καταβάλλουμε για τα οικονομικά αγαθά», επισήμανε ο Αχίμ Στάινερ, εκτελεστικός διευθυντής του UNEP. «Εντούτοις, δεν μπορούμε και δε χρειάζεται να θεωρούμε αυτόν το συσχετισμό αναπόφευκτο».
Η παγκόσμια μέση ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση το 2000 ήταν 8 έως 10 τόνοι φυσικών πόρων, δηλαδή περίπου δύο φορές μεγαλύτερη σε σχέση με το 1900, αναφέρεται στην έκθεση. Ο συνδυασμός της αύξησης του πληθυσμού, του υψηλού επιπέδου συνέχισης της κατανάλωσης στις βιομηχανικές χώρες και της αυξανόμενης ζήτησης για υλικά αγαθά -ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία- έκανε τη συνολική χρήση των φυσικών πόρων να δεκαπλασιαστεί μέσα στον 20ό αιώνα.
«Η πραγματικότητα είναι ότι έρχονται ακόμη ένα δισεκατομμύριο καταναλωτές μεσαίων τάξεων ως αποτέλεσμα της γρήγορης εκβιομηχάνισης στις αναπτυσσόμενες χώρες», ανέφερε στο BBC ο Νοτιοαφρικανός καθηγητής Μαρκ Σουίλινγκ, ένας εκ των συντακτών της έκθεσης. Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι η πληθυσμιακή αύξηση διαδραματίζει, επίσης, έναν καταλυτικό ρόλο. «Εάν προσθέσετε έναν Ινδό στον παγκόσμιο πληθυσμό, πρέπει να προσθέσετε συν τέσσερις τόνους κατανάλωσης φυσικών πόρων κάθε έτος. Εάν προσθέσετε έναν μέσο Καναδό, τότε προσθέστε άλλους 25 τόνους», εξήγησε.

Οπως αναφέρεται στην έκθεση του ΟΗΕ, η αποσύζευξη μεταξύ της κατανάλωσης φυσικών πόρων και οικονομικής ανάπτυξης έχει αρχίσει να συντελείται, αλλά όχι αρκετά γρήγορα. Η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη των ασιατικών κρατών έχει προκαλέσει μία απότομη αύξηση στη ζήτηση για φυσικούς πόρους. Ωστόσο, σύμφωνα με τον καθηγητή Μαρκ Σουίλινγκ, υπάρχει μία νέα εξέλιξη που ως παράγοντας προκαλεί νέες ανησυχίες: «Οι τιμές των φυσικών πόρων έπεφταν μεταξύ 1900 και 2000, σε πραγματικούς όρους. Ομως, από το 2000 οι τιμές έχουν αρχίσει να σημειώνουν άνοδο και υπάρχει μία συναίνεση μεταξύ των οικονομολόγων ότι αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά πιθανότατα την αρχή μιας μακροπρόθεσμης τάσης».
Υποδομές
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι οι σχεδιαστές των πολιτικών πρέπει να εξασφαλίσουν ότι τα αναπτυσσόμενα έθνη θα επανεξετάσουν τις στρατηγικές της ανάπτυξής τους με βάση την ανταποδοτικότητα και ιδιαίτερα τις υποδομές τους για την ενέργεια, το νερό, τις μεταφορές και την υγεία. «Το πώς σχεδιάζουμε και κατασκευάζουμε αυτές τις υποδομές θα έχει πολύ σημαντικό αντίκτυπο στη ροή των φυσικών πόρων μέσα από τις οικονομίες», αναφέρει. Σύμφωνα, πάντως, με το πιο αισιόδοξο σενάριο από τα τρία που παρουσιάζει η έκθεση, η κατανάλωση θα πρέπει να επιστρέψει στα επίπεδα του 2000, δηλαδή στους 50 δισ. τόνους ετησίως. Ωστόσο, στην έκθεση αναγνωρίζεται πως τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο είναι τόσο περιοριστικά και απεχθή που κανένας πολιτικός δε θα «σήκωνε» το συνεπαγόμενο πολιτικό κόστος. Επιπλέον, αρκετοί επιστήμονες δεν συναινούν με αυτό το ακραίο σενάριο, θεωρώντας πως δεν είναι αρκετό για τον περιορισμό της κατανάλωσης και τον περιορισμό των σχετικών εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου σε βιώσιμα επίπεδα.
Το ευρωπαϊκό σχέδιο για ανακύκλωση ορυκτών και μετάλλων
Ενα σχέδιο για αποτελεσματικότερη χρήση των φυσικών πόρων της Γης θα προστεθεί στους κοινούς στόχους των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την κλιματική αλλαγή, την ενέργεια τις μεταφορές, τις πρώτες ύλες, τη γεωργία, την αλιεία, τη βιοποικιλότητα και την περιφερειακή ανάπτυξη. Το σχέδιο εντάσσεται στη στρατηγική της «Ευρώπη 2020» η οποία έχει ως αντικείμενο τη διατηρήσιμη ανάπτυξη και την απασχόληση. Εκτός από την προστασία βασικών πόρων όπως ο καθαρός αέρας, το νερό, το έδαφος, τα δάση και τα τρόφιμα, η Ε.Ε. θέλει να προωθήσει την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση ορυκτών και μετάλλων, κάτι που συνιστά σημαντική δραστηριότητα σε μία σύγχρονη οικονομία.
Με τον τρόπο αυτό θα δοθεί ώθηση στην αποτελεσματικότητα, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Οι εταιρείες που χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τις πρώτες ύλες, το νερό και άλλους συντελεστές παραγωγής των προϊόντων τους θα μπορέσουν να μειώσουν το κόστος και να γίνουν ανταγωνιστικότερες.
Ορισμένες βιομηχανίες ήδη εκσυγχρονίζονται και αποκομίζουν οφέλη. Για παράδειγμα, οι τσιμεντοβιομηχανίες αρχίζουν να χρησιμοποιούν εναλλακτικά καύσιμα και πρώτες ύλες καθώς και ανακυκλωμένα απορρίμματα για να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, το κόστος ενέργειας και τα απορρίμματά τους.
Στην Ουγγαρία, 56 εταιρείες έχουν προχωρήσει σε οικολογικές καινοτομίες εξοικονομώντας 59 εκατομμύρια ευρώ. Στις Κάτω Χώρες, μία χημική βιομηχανία με κατανάλωση 9,9 εκατομμύρια λίτρα καθαρού νερού την ημέρα άρχισε να χρησιμοποιεί οικιακά λύματα με αποτέλεσμα να χρειάζεται 65% λιγότερη ενέργεια και 500 τόνους λιγότερα χημικά το χρόνο. Ταυτόχρονα μείωσε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 5.000 τόνους.
Η προώθηση της αποτελεσματικής χρήσης των πόρων θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό των μέτρων που σχεδιάζει η Ε.Ε. για μία οικονομία χαμηλής κατανάλωσης άνθρακα, για την ενεργειακή απόδοση, τις μεταφορές, τη γεωργία, την αλιεία και τη βιοποικιλότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: